- ἑλικοειδές
- ἑλικοειδήςof windingmasc/fem voc sgἑλικοειδήςof windingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… … Dictionary of Greek
ελίκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη του όρους Ίδη της Κρήτης, που μαζί με τη νύμφη Κυνόσουρα ανέθρεψαν τον Δία. Αργότερα μεταμορφώθηκαν σε αστερισμούς από τον θεό (Μικρή και Μεγάλη Άρκτος), για να γλιτώσουν από τις ερωτικές διαθέσεις του… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
Γκούγκενχαϊμ, μουσείο — (Guggenheim museum). Μουσείο στη Νέα Υόρκη της Αμερικής. Το 1930 ο Σόλομον Γκούγκενχαϊμ, βιομήχανος χαλκού και φιλότεχνος, αποφάσισε να ιδρύσει και να χρηματοδοτήσει ένα μουσείο αποκλειστικά αφιερωμένο στη μοντέρνα τέχνη. Την κατασκευή του… … Dictionary of Greek
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ελικτήρ — ἑλικτήρ, ο (Α) 1. οτιδήποτε ελικοειδές 2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι … Dictionary of Greek
ελικωτός — ή, ό (Α ἑλικωτός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ελικωτό ελικοειδές καρφί με το οποίο στερεώνονται οι σιδηροτροχιές πάνω στους ξύλινους στρωτήρες αρχ. ελικοειδής … Dictionary of Greek